Τελευταια Νεα

6/trending/recent
Type Here to Get Search Results !

Οι δικοί μας άνθρωποι, επαγγέλματα στη Σιάτιστα των αναμνήσεών μας «Έμποροι ξηρών καρπών»

"Έμποροι ξηρών καρπών"

Γράφει η κ. Άννα Γκουτζιαμάνη - Στυλιανάκη
Η Σιάτιστα, κτισμένη σ’ ένα έντονα ορεινό τοπίο, με βαρείς χειμώνες  και  άνυδρα  καλοκαίρια,  προσφέρει  στους  κατοίκους  ελάχιστη  καλλιερ - γήσιμη και εύφορη γη.  

Τα  μειονεκτήματα αυτά του τόπου οι Σιατιστινοί  τα μετέτρεψαν σε  αξιοθ  αύμαστα πλεονεκτήματα με την εργατικότητα, την υπομονή, την επι - μονή και προπαντός με την αγάπη γι α τον τόπο τους, όπου ρίζωσαν,  έζησαν  και μεγαλούργησαν. Άλλαξαν κυριολεκτικά το τοπίο. Με την αξίνα και το  δικέλλι στα στιβαρά τους χέρια μετέτρεψαν τις βραχ ώδεις πλαγιές σε αμπε - λότοπο  υς. Ανέπτυξαν  την αμπελουργία για τις ανάγκες  της διαβίωσής τους,  αλλά και το εμπόριο των περίφημων κρασιών που παρήγαγαν. Άριστοι  αμπελοκαλλιεργητές συνεχίζουν και σήμερα την παράδοση στα κατώια με  τα καλά κρασιά και τις μεταβρ ασμένες ρακές.

Ποικιλίες καλλιεργειών δεν έχουμε. Ποτέ οι  Σιατιστινοί δεν είχαν  περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα ή κήπους με ζαρζαβατικά. Αγροκτήματα,  λεμονοδάση, πορτοκαλεώνες, ελαιώνες ή οπωρώνες είναι άγνωστα στα μέρη  μας. Ελάχιστοι αμυγδαλεώνες επιβίωνα ν σε βραχώδη μέρη, όπου δεν ήταν  δυνατό    να φυτευτούν αμπέλια.   A μυγ δαλιές φύτευαν στ’ αμπέλια τους , γ ια  να τις έχουν φυσικό σύνορο με το αμπέλι του γείτονα. Το επικλινές έδαφος  επέβαλλε  την  καλλιέργειά  τους  στη  χαμηλότερη  πλευρά  του  αμπελιού  (πατωσιά), για  να συγκρατούν με τις ρίζες τους τα χώματα, που αλλιώς θα  τα παρέσυραν τα νερά από τις βροχές.

Καρυδιές  πάλι  απέφευγαν  να  φυτέψουν  στ’  αμπέλια.  Το  πυκνό  φύλλωμα του δέντρου και η σκιά  από τον όγκο του εμπόδιζαν τις  ακτίνες  του ήλιου να περάσουν σε μεγάλο μέρος του εδάφους γύρω του.  Από - τέλεσμα να ελαττώνονται αρκετά τα καλλιεργήσιμα κούτσουρα αμπελιού  και τα μικρά σταφύλια τους να μένουν αγουρίδες. Καλύτερη θέση για τα  χρήσιμα κατά τα άλλα αυτά δέντρα ήταν πάλι τα σύνορα και οι γωνιές  των  αμπελιών. Βέβαια τα πουλιά    του Θεού έσπερναν αμύγδαλα και καρύδια  παντού ανεμπόδιστα και χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες.

 Μονοκαλλιέργεια, λοιπόν , απ’ τα καρποφόρα δέντρα ήταν  οι αμυγ - δαλιές και οι καρυδι ές, που αναπτύσσονταν κι αυτές  χάρις στην περιποίηση  των αμπελιών.

Μια π  ροσεκτική πάλι ματιά στα οικογενειακά ονόματα των Σιατι - στινών μας εντυπωσιάζει σε τούτο: ποτέ δεν είχαμε  Σιατιστινούς με το  επίθετο Βαξεβάνος, Κηπουρός, Πεπονής Καρπούζας, Πρασσάς, Κολοκύθας,  Σαλάτας,  Λαδίκας,  Πορτοκάλογλου,  Λεμονίδης  κ.ά.  Αλλά  και  στα  βαπτιστικά  των  γυναικών  δε  συναντούμε  την  Κερασέα,  τη  Μηλίτσα,τη  Λεμονιά και τόσα άλλα που έχουν σχέση με τα καλούδια της καλ - λιεργημένης γης και τους καρπούς της που μας τρέφουν.

Στη δεκαετία του 1950, όμως, κάποιοι συμπατριώτες μας είχαν ο  παρατσούκλι «μυγδαλιάηζ ».  Σήμερα θα το λέγαμε έμπορος ξηρώ ν καρπών ή  για την κυριολεξία έμπορος αμυγδαλόψιχας και καρυδόψιχας. Η ενασχό - λησή τους  αυτή για λίγους μόνο ήταν το κύριο επάγγελμα. Για τους περισ - σότερους ήταν μια εποχιακή επαγγελματική δραστηριότητα, αρκετά κερδο - φόρα,  παράλληλα  με  το  επάγγελμα  του  μπακάλη,  του  κρεοπώλη,  του  αμπελουργού ή του αγρότη.

Και να πώς. Από τις αρχές του Σεπτέμβρη όσοι είχαν αμυγδαλιές και  καρυδιές άρχιζαν τη συγκομιδή των καρπών. Με τα περισσότερα μέλη της  οικογένειας κατέβαιναν στα  αμπελοχώροφα. Για όλους είχε δουλειά. Οι  ψηλότεροι  στο  ανάστημα  « τσιο  υλνούσαν  μι του βεργί » (ράβδιζαν)  τα  δέντρα με προσοχή. Τα νέα παιδιά σκαρφάλωναν και τίναζαν τον καρπό από  το λ ιανοκλώναρα. Οι μικροί μάζευαν τον καρπό με υπομονή, προσπαθώντας  να μη χαθ εί ούτε ένας σπόρος. Στις αυλές των σπιτιών άπλωνα ν τα μύγδαλα  και τα καρύδια να ηλιαστούν για λίγες μέρες. Κάποιο μέρος απ’ τη συγκο - μιδή προορίζονταν για τις ανάγκες της οικογένειας. Το υπόλοιπο το πουλού - σαν στους εμπόρους.

Περισσότερο κέρδος είχε η οικ ογένεια, αν πουλούσε τον  καρπό σε  ψίχα (αμυγδαλόψιχα, καρυδόψιχα). Γι’ αυτό με τα πρώτα κρύα του φθινο - πώρου, τα βράδια όλη η οικογένεια γινόταν ένα συνεργείο. Κάποιος έσπαζε  τα καρύδια ή τ’ αμύγδαλα, χτυπών τας τα με ειδικά σφυράκια πάνω  σε πέ - τρα,  προσέχο ντας  να  μη  θρυμματιστεί  ο  καρπός.  Όποιος  έβλεπε  καλά  αναλάμβανε  το καθάρισμα του σπόρου από το ξυλώδες περίβλημα. Οι ηλικι - ωμένοι φρόντιζαν να διατηρούν το δωμάτιο ζεστό, ρίχνοντας κάθε λίγο και  λιγάκι τα τσόφλια στη φωτιά. Η μάνα κουνούσε το μωρό στην κού νια και το  γλυκονανούρισμά της ακολουθούσε ο καλλίφωνος της παρέας με τραγούδια  της αγάπης, της λεβεντιάς, της ξενιτιάς.

Πολλοί    θυμούνται πως από τα χρήματα που έπαιρναν πουλώντας το  σπόρο φόρεσαν το πρώτο μακρύ παντελόνι τους, το καινούργιο μάλλινο  ρούχο στις γιορτές των Χριστουγέννων, τα λαστιχένια μποτάκια για τα πολ - λά χιόνια, στην καλύτερη των περιπτώσεων το πρώτο ρολόι στο χέρι τους  και τόσα άλλα.

Τη μεγαλύτερη εμπορική τους κίνηση οι συμπατριώτες μας έμποροι  της εποχής την έκανα ν στα εμπορικά πανηγύ ρια, τα παζάρια, σε γειτονικές  πόλεις. Καπάρωναν ένα φορτηγό αυτοκίνητο απ’ αυτά που είχαν  Σιατιστινοί  αυτοκινητιστές και πήγαιναν ο καθένας για λογαριασμό του κάθε Σάββατο  στο Τσοτύλι, άλλη μέρα στο Άργος  Ορεστικό, στα Γρεβενά και όπου αλλού  μάθαιναν πως υπάρχει καρπός για πούλημα έκαναν τις  συμφωνίες τους  αγόραζαν  τον καρπό και τον μετέφεραν στη Σιάτιστα.

Στα σπίτια τους είχαν τα συνεργεία. Κορίτσια ανύπαντρα και γυναί - κες όλων των ηλικι ών αναλάμβαναν τη δουλειά. Στο πάτωμα έστρωναν  χοντρές κουρελούδες ,  τοποθετούσαν μια πέτρα με σχεδόν επίπεδη επιφά - νεια, κάθο νταν μπροστά της σταυροπόδι κι  άρχιζαν να σπάζουν τον καρπό,  μετρώντας την ποσότητα σε τενεκέδες από τυρί φέτα. Κάθε πρωί που έπια - ναν δουλειά έκαναν το σημεί ο του σταυρού στο σφυράκι τους  «να μη λα - θεύει» κι α ντί να σπάζει μύγδαλα ή καρύδια  «σπάζει» τα δαχτυλάκια τους.  Σταύρωναν και τα μάτια τους και παρακαλούσαν την Αγία Βαρβάρα να τα  φυλάει, για να μην πληγωθούν από τυχόν κοφτερά κομματάκια τσόφλι στο  σπάσιμο. Εύχονταν ακόμη ο καρπός  να είναι αφράτ ος, για να σπάζει με  λιγότερη δύναμη και αποφλοιώνεται εύκολα.    

Ήξεραν πως στ’ αμύγδαλα κουράζονταν περισσότερο στο σπάσιμο,  γιατί έχουν σκληρή φλούδα, ενώ στα καρύδια δυσκολεύονταν κατά πολύ  περισσότερο στην αποφλοίωση.

Όταν μούδιαζαν τα πόδια από την  ακινησία και την κούραση, τα  αναδίπλωναν παίρνοντας και μια βαθιά ανάσα για τη συνέχεια. Το μεση - μεριανό φαγητό τους ήταν λιτό και το έπαιρναν γύρω από την ξυλόσομπα  που έκαιγε τις φλούδες των καρπών. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Η μια  παράβγαινε  με  την  άλλη  στο  γρηγορότερο  σπάσιμο  ή  καθάρισμα  του  καρπού. Το σούρουπο, φεύ γοντας, ήξεραν ποια ήταν η πιο  σβέλτη εργάτρια  της ημέρας.

Μεγάλη τους χαρά ήταν όταν το αφεντικό τους τις πλήρωνε. Τα  χρήματα    ελάχιστα, όμως «πλούτος» στα άξια χέρια τους. Τα ανύπαντρα  κορ ίτσια αγόραζαν ρούχα για την εκκλησιά και τις γιορτινές μέρες, οι νέες  γυναίκες συμπλήρωναν το πενιχρό εισόδημα της οικογένειας, οι μάνες που  είχαν κορίτσια τη παντρειάς αγόραζαν νήματα για τα υφαντά ή κλωστές για  τα  εργόχειρα  στα  προικιά  τους.  Ήταν   χρήματα  ευλογημένα,  έλεγαν.  Έπιαναν τόπο.

Ήταν τα χρόνια που καθημερινά αιμορραγούσε η Σιάτιστα, καθώς τα  νέα της βλαστάρια έφευγαν  για Αυστραλία, Αμερική και όπου αλλού στην  ξενιτιά ήλπιζαν για ένα κομμάτι ζεστό ψωμί. Η τέχνη της γουνοποιίας δεν  είχε ξεκινήσει ακόμα. Χρήματα από εργασία μελών της οικογένειας ήταν  άγνωστα.  Μεροκάματο  από  πουθενά.  Κάποιος  από  τους  εμπόρους  της  εποχής εκείνης, που ζει σήμερα, μου είπε πως έριξε στο εμπόριο 120.000  δρχμ.  Τότε  και  στον  πρώτο  χρόνο  κιόλας  διπλασίασε  ο  κεφάλαιο.  Τα  χρήματα αυτά τα τοποθέτησε σε ακίνητα στη Θεσσαλονίκη. Άλλος μου είπε,  με  πολλή  ειλικρίνεια  κα  εξομολογητικά  λόγια  συγγνώμης,  πως  με  τις  συνθήκες  που  δούλευαν  οι  εργάτριες  των  συνεργείων  εκείνων  και  την αμοιβή  που  έπαιρναν  γίνονταν μεγάλη  εκμετάλλευση  από  μέ ρους  των  εμπόρων. Κι όμως, οι εργάτριες της εποχής εκείνης, γιαγιάδες της ση μερινής  ώριμης γενιάς θυμούνται τα ελάχιστα εκείνα χρήματα σαν μάνα εξ ουρανού,  αλλά και πνοή ζωής στις μεταπολεμικές Σιατιστινές ανήλικες.

Η Λευτέρω βοηθός εμπόρου ή «εμπορευόμε νου» 

Παρακαλώ, επιτρέ ψτε μου να αναφέρω όσα ονόματα  θυμούμαι από  τους  συμπατριώτες  μας  εμπόρους  αμυγδαλόψιχας  και  καρυδόψιχας  της  δεκαετίας του 1950. Ας θεωρηθεί η αναφορά μου σ’ αυτούς μια μικρή  ευγνωμοσύνη και τιμή στην κοινωνική τους προσφορά, μια κι οι άνθρωποι  αυτοί βρήκαν το θάρρος και το κουράγιο στα δύσκολα χρόνια μετά τους  πολέ μους της δεκαετίας του 1940 να  βγουν απ’ τη Σιάτιστα και να εμπο - ρευτούν του ς καρπούς που έδινε ο τόπος μας με κάποιο κέρδος για τους  ίδιους  αλλά  αφάνταστα  χρήσιμη  οικονομική στήριξη  για  τους  φτωχούς  συμπατριώτες μας.

Θυμάμαι τους:
Αφούς Μπλιάγκου ,  τον Νικόλαο Λαδά ,  τους Χαρίλαο και Νικόλαο Κ. Κοκκώνη ,  τον Χρήστο Τζώνο,  τον  Κων/νο Ταχογιάννη, από τη Χώρα και  τον Παναγιώτη και Μαριάνθη Καρακουλάκη τον  Αναστάσιο Θ. Γράβα, τον Δημήτριο Κων. Πατρώνα τον  Γαλανό Γιώργο τον Χαρίσιο Αναστ. Τύπα τον Ευριπίδη Καρακουλάκη  και πολλούς άλλους μπακάληδες από τη Γεράνεια.

Αυτοί οι άνθρωποι στηρίχτηκαν και  βοηθήθηκαν στη δουλειά  τους  πάρα πολύ από τις γυναίκες τους, αλλά και όλα τα μέλη τ ης οικογένειάς  του ς, σχεδόν όπως το παράδειγμα της Λευτέρως Χαρισίου Τύπα.

Η θεια μου η Λευτέρω κάποιες φορές που  το’ φερνε η κουβέντα   έλεγε με καμάρι π ως πήρε άντρα «εμπορευόμενον», μιας που ο μπάρμπα  Χαρίσης καταπιάνονταν με ό,τι μπορούσε, για να βγάλει το ψωμί     για την  οκταμελή οικογένειά του. Σπουδαίος βοηθός και συμπαραστάτης πάντα η  Λευτέρω. Το συνεργείο που δούλευε στο σπίτι τους αυτήν είχε αρχηγό. Το  χειμωνιάτικο δωμάτιο της οικογένειας, κάθε πρωί που έφευγαν τα παιδιά για  το σχολείο η Λευτέρω το μετέτρεπε σε εργαστήριο για όλη τη μέρα και  υπνοδωμάτιο πάλι το βράδυ. Για τις γιορτές του Δωδεκαημέρου το ασβέ - στωνε, το καθάριζε, έστρωνε τις κόκκινες βελέντζες στα κρεβάτια, το Μαρ - τίσιο κιλίμι στο πάτωμα, κρεμούσε τους ασπροκεντημένους μπερντέδες στα  παρ άθυρα, έβαζε τα δαντελωτά στρωσίδια στο τζάκι κι όλα γίνονταν γιορ - τινά και χαρούμενα μαζί και οι καρδιές τους. Τις τρεις μέρες των Χριστου - γέννων εδώ δέχονταν όλους τους επισκέπτες, που έρχονταν να ευχηθούν το  Χαρίση για την ονομαστική  του γιορτή. Κι εμε ίς μικρές κεράστρες τους  προσφέραμε  χριστουγεννιάτικα  κεράσματα,  καλό  κρασί  και  γλυκά,  όλα  φτιαγμένα με μεράκι  από τα χέρια της.

Μετά τις γιορτές άρχιζε πάλι ο κόπος απ’ τη δουλειά, μα και η ευχα - ρίστηση  απ’  την προσφορά της στην οικογένεια. Αμέτρ ητες φορές τη μέρα  ανεβοκατέβαινε τις σκάλες φορτωμένη, για να πάει στο υπόγειο του σπιτιού,  που ήταν σωρός ο καρπός που αγόραζε ο Χαρίσης. Α νέβαζε τους τενεκέδες  γεμάτους  αμύγδαλα ή καρύδια και κατέβαζε την αμυγδαλόψιχα και την  καρυδόψιχα,  που  θα  πουλούσαν  στους  εμπόρους  που  θα  έρχονταν  από  Κοζάνη ή Θεσσαλονίκη.

Στο υπόγειο άλλου είδους φροντίδα περίμενε τη Λευτέρω. Η τάξη  και η καθαριότητα ήταν τα μεγάλα μυστικά της. Ήξερε τι καρπό είχε το  κάθε τσουβάλι, από πού πότε και πόσο τον αγόρασε ο άντρας της, για να  υπολογίσουν και την τιμή του σπόρου. Το μέρος που στοίβαζε τα χαρτο - κιβώτια με την ψίχα έπρεπε να αερίζεται καλά και να το ελέγχει καθημερινά.  Φοβόταν την υγρασία και τους ποντικούς. Γι’ αυτό αγαπούσε και φρόντιζε  πολύ τις γάτες της.

Πολύτιμη ήταν η βο ήθεια και απ’ τα παιδιά της. Μετά το σχολείο  κάθονταν κι αυτά δίπλα στις εργάτριες και σκυμμένα πάνω στα χάλκινα  σινιά ξεχώριζαν τον καρπό από τα τσόφλια. Εθελόντριες εργάτριες έρχονταν  6  συχνά. Αυτές για τον κόπο τους έπαιρναν τα τσόφλια για το τζάκι του  σπιτιού τους. Η Λευτέρω, για να κάνει ευχάριστη τη σκληρή αυτή δουλειά τους  έψηνε  στη  φωτιά  κανέναν  κυδώνι  ή  κάστανα,  απ’  αυτά  που  έφερνε  ο  Χαρίσης απ’ τα παζάρια. Αν πάλι ήταν καμιά μικρή γιορτή, τους κερνούσε  γλυκό πετιμέζι. Αυτό που απολάμβαναν όμως όλοι  ήταν το τραγούδι της. Δε  χαλούσε το χατίρι κανενός. Πού έβρισκε το κουράγιο ο Θεός το ξέρει.  Άρχιζε και δε σταματούσε. Σιγά σιγά τα μάθαιναν κι οι μικρότεροι και σε  πολλά τη βοηθούσαν. Τραγουδούσαν τραγούδια ταιριαστά με τις γιορτές,  την εποχή, τα ήθη και  τα έθιμά μας. Σταματημό πάλι δεν είχαν όταν άρχιζαν  τα αινίγματα, τις εύθυμες ιστορίες, τα παραμύθια και τις παροιμίες με τη  λαϊκή μας σοφία. Στο σπίτι όλα πήγαιναν ρολόι. Η αγωνία του Χαρίση και  της Λευτέρως ήταν πότε θα περνούσε ο έμπορος να δει τον καρπ ό,  « να  κόψει τιμή » , να συμφωνήσουν και να τον αγοράσει. Αν τους πλήρωνε  αμέσως πρώτα ξεχρέωναν τα χρωστούμενα στο τεφτέρι του βερεσέ στον  μπακάλη  και ύστερα  κανόνιζαν και τ’  άλλα έξοδα της οικογένειας. Οι  εργάτριες πάλι, για λόγους ευνόητους, θεωρούσαν τυχ ερή τη μέρα που  πέρναγε ο έμπορος.

Κάποια εποχή δυσκόλεψαν τα πράγματα, γιατί δεν έρχονταν έμποροι  και η αγωνία τους έπνιγε κυριολεκτικά. Ένα Σάββατο χαράματα που ο  Χαρίσης έφευγε για το Τσοτύλι, συμβούλεψε τη Λευτέρω πως, αν έρχονταν  έμπορος κι έβλεπε  τον καρπό να τον έδινε κι ας μην ήταν ο ίδιος για τα  παζαρέματα, όπως τις άλλες φορές.
    
- «42 δραχμές και μισή να τον δώσεις» της είπε κι έφυγε. Κατά το  μεσημέρι ο Γώργος ο Γαλανός, που ήξερε από τη δουλειά έφερε έναν  έμπορο στο σπίτι, μιας και δεν είδε το Χαρίση στην πλατεία. Χτύπησε  δυνατά και γρήγορα το ρόπτρο της πόρτας. Πήρε το μήνυμα η Λευτέρω.  Σταυροκοπήθηκε και πετάχτηκε στην αυλή. Πρώτη φορά τον έβλεπε αυτόν  τον έμπορο. Τους καλοδέχτηκε και του οδήγησε στο κατώι. Είδαν τον  καρπό, δοκίμασαν και τη ν οστιμιά του. Και φάνηκαν ικανοποιημένοι. Τους  κέρασε κι ένα ποτήρι καλό κρασί η Λευτέρω κι έλεγε από μέσα της:  «ως  εδώ καλά. Πώς θα πα ζαρέψω τώρα χωρίς το Χαρίση!... ». 

Ο  έμπορος  έδωσε  τιμή:  «45  δρ.  την  οκά  σου  δίνω»  της  είπε.  «Ζυγίζω,, φορτώνω και φεύγω. Τι λες;».

Τά ’χασε  η Λευτέρω. Προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία της
- Δεν τα δίνω, του απάντησε. Ο Χαρίσης  το πρωί μου είπε να  πουλήσω με 42 και  μισή. Δεν το θέλω το άδικο, ούτε μια δεκάρα παραπάνω  ούτε μια δεκάρα παρακάτω.

Τον μπέρδεψε τον έμπορο. Πρώτη  φορά του συνέβη αυτό. Πλήρωνε  περισσότερο απ’ό,τι ζητάει ο πωλητής κι η Λευτέρω αρνείται να του τα  δώσει.

Ο Γιώργος ο  Γαλανός επεμβαίνει, για να ξεμπερδέψει τα πράγματα: - Γιατί χαλάς το παζάρι Λευτέρω. 2μιση δραχμές παραπάνω σου δίνει  ο έμπορος, κοίταξε τ ο συμφέρον σου κι άσε τι σου είπε ο Χαρίσης.

Παράδοξο  ...  πάλι αρνείται η Λευτέρω!
    
- Έτσι συμφώνησα με το Χαρίση, δεν μπορώ να χαλάσω τη συμφωνία  μας. Αυτός είναι αρχηγός κι εγώ βοηθός του. Μάταια κουράστηκαν να την  πείσουν. Πιστέψτε με έφυγαν «άπραχτοι» και μ’ ένα σωρό ερωτηματικά.  Όταν διηγήθηκαν τα καθέκαστα σε άλλους ενδιαφερόμενους στο καφενείο,  απάντηση στα ερωτηματικά δεν πήραν. Κανένας τους δεν γέλασε ειρωνικά.  Την ήξεραν καλά τη Λευτέρω. Κουτή δεν ήταν.

Με το ηλιοβασίλεμα επέστρεψε κι ο Χαρίσης μ ε την παρέα του.  Στάθηκαν για μια ανάσα  στο καφενείο κι άκουσαν για τα παζάρια της  Λευτέρως. Όσο χαμένα τα’ χαν όλοι, άλλο τόσο απορούσε κι αυτός. Στην  αρχή δεν το πίστεψε. Νόμισε πως το    σοφίστηκαν, για να διασκεδάζουν,  καθώς συνήθιζαν. Χωρίς κανένα σχόλι ο έφυγε ο Χαρίσης προφασιζόμενος  την κούραση του ταξιδιού. Στο σπίτι  βρήκε μια Λευτερω μουδιασμένη κι  αναστατωμένη. Δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει και πώς να τελειώσει για το  πάθημα  της  ημέρας.  Ο  Χαρίσης  που  είχε  ακούσει  τα  σχετικά,  δεν  τη  μάλωσε, δεν την α ποπήρε, την άκουσε με προσοχή.

Δεν τα’δωκα, Χαρίση, του είπε. Άγνωστος άνθρωπος ήταν. Πολύ  βιαστικός  και  χουβαρδάς.  Τόσα  χρόνια  παζαρεύουμε.  Κανένας  δεν  μας  έδωσε ούτε ένα λεπτό παραπάνω. Σου βγάζουν το λάδι. Σου κόβουν  χρόνια  ζωής. Μας εκμεταλλεύονται οι έμποροι στο ζύγι και στις συμφωνίες. Δεν  μου ζήτησε ούτε να ράψω τα σακιά από πάνω, ούτε να βάλω κόλες κι  εφημερίδες στα κιβώτια με το σπόρο πριν τα δέσουμε. Ήθελε να τα’ αρπάξει  και να φύγει. Κι αν έφευγε και μας άφηνε χρέος πού θα τον ψάχναμε; Τότε  τι λ όγο θα είχα για να δικαιολογηθώ που τα ’δωσα. Τι θα λέγαμε στις  εργάτριες;.

Πάλι προνοητική η Λευτέρω, σκέφτηκε ο Χαρίσης και χωρίς να  σταματήσει  λεπτό  επέστρεψε  στο  καφενείο.  Συνάντησε  μόνος  του  τον  έμπορο και τώρα τα συμφώνησαν οι δυο τους. Ο έμπορος πλή ρωσε και τους  πήρε τον καρπό με 45 δραχμές την οκά. Ήταν ειλικρινής. Δεν τους  γέλασε.  Τόσο άξιζε η ψίχα για την ποιότητά της και γιατί ήταν καλοσπασμένη,  καλοκαθαρισμένη και περιποιημένη από τα χέρια της Λευτέρως.

Με  τέτοιο  βοηθό  πώς  να  πέσει  έξω  ο  μπαρ μπα - Χαρίσης  ο  « Μυγδαλιάηζ »!


Πώς χρησιμοποιούν τα καρύδια οι Σιατιστινές νοικοκυρές. Καρύδια βάζουμε: 
1. Στο κατα ΐφι της Πρωτοχρονιάς
2. Στη γλυκιά κολοκυθόπιτα που κόβ ουμε τα Φώτα και αντί για φλουρί  (νόμισμα) βάζουμε σταυρό. 3. Στο σαραϊλί της Μικρής Αποκριάς, που το γλυκαίνουμε με μούστο  πετιμέζι.
4. Στον μπακλαβά της Μεγάλης Αποκριάς, που τον χρησιμοποιούμε και  στο χάσκα.
5. Στα σαλιάρια που στέλνει η νύφη στα πεθερικά της στ α «επίσημα  του αρραβώνα».
6. Στον μπακλαβά που προσφέρουμε στο γλέντι του αρραβώνα, στις 12  η ώρα το βράδυ. 9 
7. Στα  σαλιάρια  που  στέλνει  η  αρραβωνιασμένη  στην  ονομαστική  γιορτή του αρραβωνιαστικού της και των σπιτικών του.
8. Στα σαλιάρια που προσφέρει στη βάφτιση η γιαγιά του νεοφώτιστου  από τη μεριά της νύφης.
9. Καβουρντισμένα και ανακατωμένα με στραγάλια και αμύγδαλα τα  προσφέρουμε στους επισκέπτες στις ονομαστικές γιορτές.
10. Κοπανισμένα  και  ανακατωμένα  με  γαρίφαλο  και  κανέλα  τα  πασπαλίζουμε στη μουστόπιτα (μουσταλευρ ιά).
11. Ραμματιασμένα με κλωστή σχηματίζοντανς κομπολόι τα γεμίζουμε  με μουσταλευριά και κάνουμε τα ιτζιούκια.
12. Τα  βάζουμε  στα  σαλιάρια  που  προσφέρουμε  στα  παιδιά  που  ψάλλουν  τα  «κόλιαντα»  των  Χριστουγέννων  και  τα  «σούρουβα»  της  Πρωτοχρονιάς.
13. Στο λικέρ με κονι άκ, φλοιό κανέλας και μοσχοκάρφια το πράσινο  φρέσκο καρυδάκι δίνει το χρώμα και το άρωμά του.
14. Στο γλυκό του κουταλιού με φρέσκο πράσινο καρυδάκι.
15. Στο καρυδάτο ή καρυδόπιτα, σιροπιαστό γλυκό του ταψιού.
16. Στη σκορδαλιά.
17. Στη μελιτζανοσαλάτα.
18. Το τρώμε με ψωμί τ ις μέρες που νηστεύουμε.
19. Ανακατωμένα με μέλι και κάστανα ψημένα συνοδεύουν το ηλιαστό  μας κρασί.
20. Άσπαστα καρύδια έδιναν στα παιδιά που έλεγαν τα  «κόλιαντα και τα  σούρουβα» στα  παλιότερα χρόνια.
21. Με το χρώμα α πό τις πράσινες φλούδες του έβαφαν τις μάλλινες  κλωστές σε ανεξίτηλο καρυδί χρώμα για τα υφαντά στρωσίδια του χειμώνα.
22. Φιλόκαλες γυναίκες έβαφαν τα μαλλιά τους,.............,όταν άρχιζαν  να ασπρίζουν.
23. Κοπανισμένα καρύδια και ανακατωμένα με κανελογαρίφαλα, ζάχαρη  ή μούστο πετιμέζι νοστιμεύουν το βρασμένο καλαμπόκ ι ή σιτάρι ανήμερα   της γιορτής του Αποστόλου Ανδρέα.  

Πώς χρησιμοποιούν τ ην αμυγδαλόψιχα οι Σιατιστινές νοικοκυρές. 

1.  Μέχρι τη δεκαετία του’50 έβγαζαν απ’ τ’ αμύγδαλα το αμυγδα - λόλαδο, για φαρμακευτικούς σκοπούς, ως εξής: Έβραζαν  νερό  σ’  ένα  μισογεμάτο  μικρό  γκιούμι.  Από  το  στόμιό  του  κρεμούσαν πάνινο σακουλάκι με αμυγδαλόψιχα χωρίς να το βουτούν στο  νερό. Με τον ατμό του νερού που έβραζε μαλάκωναν τ’ αμύγδαλα.
Τα  10 έβγαζαν και τα πίεζαν πάνω στο ξύλινο πλαστήρι που άνοιγαν τα φύλλα της  πίττας με τον κλώστ η (φυλλόβεργα) ώσπου να βγει το αμυγδαλόλαδο. Την  ελάχιστη ποσότητα που έπαιρναν τη χρησιμοποιούσαν για τονωτικό και  δυναμωτικό σε ασθενικά παιδάκια, σε  ταλαιπωρημένες λεχώνες, για να  κατεβάσουν γάλα και κατά της δυσκοιλιότητας κυρίως των βρεφών.

2. Καβουρντισμένα αμύγδαλα προσφέρονται στους επισκέπτες μαζί με  άλλους ξηρούς καρπούς στις ονομαστικές γιορτές και σ’ άλλες κοινωνικές  εκδηλώσεις, όπως: αρραβώνες, γάμους κ.λπ.
3.  Αμύγδαλα  ασπρισμένα,  ψιλοκομμένα  και  καβουρντισμένα  ζυμώνονται με τ’ άλλα υλικά στους κουραμπιέδες αμυγδά λου
4. Από  ένα  ασπρισμένο  αμύγδαλο  βάζουμε  σε  κάθε  κομμάτι  στο  κολοκυθίσιο γλυκό του κουταλιού, στο βερίκοκο και ανακατεμένα μεσ’ στο  γλυκό τριφτό κυδώνι.
5.  Με ασπρισμένα αμύγδαλα  στολίζουμε τις κουλούρες του γάμου, των  ονομαστικών γιορτώ  ν και της Πρωτομαγιάς, σχηματίζοντας  λουλούδια   ,  κυπαρίσσια ή άλλα συμβολικά σχήματα.
6.  Καβουρντισμένα αμύγδαλα, ανακατεμένα με  λιωμένη κουβερτούρα  κάνουμε τα  « ανώμαλα »  σοκολατάκια.
7.  Με αμύγδαλα ασπρισμένα, καβουρντισμένα και  χοντροκοπανισμένα  ή σε φλούδα στολίζουμε τις τούρτες αμυγδάλου ή άλλα σιροπιαστά γλυκά του ταψιού.
8.  Με ασπρισμένα αμύγδαλα στολίζουμε τα ιτζιούκ ια που κάνουμε με  μουσταλευριά  που σκεπάζει καρυδόψυχα περασμένη σε κλωστή σε σχήμα  κομπολογιού . 
9.  Αμύγδαλα καβουρντίζουμε στο λάδι σιμιγδαλ ένιου χαλβά. 10  Με αμύγδαλα καβουρντισμένα από το ψήσιμο έβαφαν και τα φρύδια



siatistanews.gr

Siatista-Info
 
*Αναδημοσίευση 2017






https://news.google.com/publications/CAAqBwgKMKTBmwsw6MuzAw?hl=el&gl=GR&ceid=GR%3Ael


Top Post Ad

Below Post Ad

https://news.google.com/publications/CAAqBwgKMKTBmwsw6MuzAw?hl=el&gl=GR&ceid=GR%3Ael